- παρατρέπομαι
- παρατρέπωturn asidepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek
ԶԱՐՏՈՒՂԵՄ — (եցայ.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c ձ. ԶԱՐՏՈՒՂԻՄ եւս եւ ԶԱՐՏՈՒՂԵՄ, եցի. չ. διααμαρτάνω τῆς ὀδοῦ devio παρατρέπομαι a solita via avertor, recedo որ եւ ԸՍՏԱՐՏՈՒՂԻԼ. Արտաքոյ ուղւոյ ելանել. խոտորիլ. թիւրիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԱՐՏՈՒՂԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c ձ. ԶԱՐՏՈՒՂԻՄ եւս եւ ԶԱՐՏՈՒՂԵՄ, եցի. չ. διααμαρτάνω τῆς ὀδοῦ devio παρατρέπομαι a solita via avertor, recedo որ եւ ԸՍՏԱՐՏՈՒՂԻԼ. Արտաքոյ ուղւոյ ելանել. խոտորիլ. թիւրիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)